- αγγελοβαρεμένος
- -η, -οαυτός που χτυπήθηκε ξαφνικά από τον άγγελο, ο ετοιμοθάνατος αναπάντεχα: Χάθηκε αγγελοβαρεμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.